- εποχούμαι
- (AM ἐποχοῡμαι, -έομαι) [οχούμαι]μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.)μσν.1. κάθομαι επάνω2. κατευθύνομαιαρχ.1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο διπλανό3. πλέω, κολυμπώ4. μεταχειρίζομαι κάτι ως διάμεσο5. σκέπτομαι να κάνω κάτι6. φρ. «ἐμβάταις ὑψηλοῑς ἐποχούμενος» — βαδίζοντας με ψηλά παπούτσια σαν να είχε ανεβεί επάνω τους.
Dictionary of Greek. 2013.